Ταυτόχρονη διερμηνεία (πως, πότε και γιατί… ή λίγα λόγια για την Ιστορία της)
Η πρώτη φορά κατά την οποία δοκιμάστηκε το σύστημα ταυτόχρονης
διερμηνείας ήταν στη δίκη της Νυρεμβέργης, το 1945– 1946, μετά τον
Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ήταν η εποχή, όπου οι υποδομές της
Γερμανίας μετά τον πόλεμο είχαν καταρρεύσει, ενώ υπήρχε η συμμαχική
στρατιωτική διακυβέρνηση και κατοχή από τις τέσσερις μεγάλες δυνάμεις,
τις ΗΠΑ, τη Σοβιετική Ένωση, τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία.
Η σύνθεση του δικαστηρίου, το οποίο θα δίκαζε τους Γερμανούς
εγκληματίες πολέμου, αποτελείτο από δικαστές, προερχόμενους από
αυτές τις τέσσερις μεγάλες δυνάμεις.
Η διερμηνεία κατά το προδικαστικό στάδιο ήταν διαδοχική διερμηνεία,
ένα είδος κάθε άλλο παρά καινοτόμο για την εποχή. Οι γλώσσες εργασίας
ήταν κυρίως Γερμανικά – Αγγλικά. Στην αίθουσα ανάκρισης υπήρχαν ο
ανακριτής, ο διερμηνέας και ο πρακτικογράφος ή στενογράφος.
Μετά την προδικαστική διαδικασία, το πρόβλημα που έπρεπε να
αντιμετωπιστεί ήταν η διερμηνεία κατά τη διάρκεια της δίκης.
Η πρόκληση συνίστατο στο γεγονός, ότι υπήρχαν 4 γλώσσες εργασίας στη
διερμηνεία. Η διαδοχική διερμηνεία θεωρήθηκε αμέσως ως παράλογη ή
ανέφικτη επιλογή. Θα ήταν εξαιρετικά επίπονη και περίπλοκη, η
διεξαγωγή της δίκης με διαδοχική διερμηνεία, σε τέσσερις γλώσσες. Εκτός
αυτού, θα αυξανόταν υπερβολικά η διάρκεια της.
Έτσι λοιπόν, προέκυψε και τέθηκε στο επίκεντρο των σχετικών
συζητήσεων το θέμα της ταυτόχρονης διερμηνείας. Σήμερα, υπάρχουν
δυο βασικά στοιχεία στην ταυτόχρονη διερμηνεία: το ανθρώπινο στοιχείο,
οι δεξιότητες δηλαδή που χρειάζονται, ώστε να εργαστούν
αποτελεσματικά οι διερμηνείς και το τεχνικό στοιχείο.
Η τεχνική υποστήριξη για την ταυτόχρονη διερμηνεία στην περίπτωση της
δίκης της Νυρεμβέργης παρασχέθηκε από την IBM Corporation, η οποία
προμήθευσε το σύστημα των καναλιών των τεσσάρων γλωσσών, τα
ακουστικά και τα χειριστήρια των διερμηνέων, ένα σύστημα που μοιάζει
ενδεχομένως πρωτόγονο με τα σημερινά δεδομένα, αλλά που ήταν
τελείως καινοτόμο για την εποχή του.
Το ανθρώπινο στοιχείο, οι κατάλληλοι δηλαδή για την ταυτόχρονη
διερμηνεία επαγγελματίες αποδείχθηκε ότι κάθε άλλο παρά εύκολο
ήταν να βρεθεί. Δοκιμάστηκαν επαγγελματίες διερμηνείς διαδοχικής
διερμηνείας, οι περισσότεροι όμως, παρά το γεγονός ότι γνώριζαν καλά
τις γλώσσες εργασίας τους και είχαν σημαντική ακαδημαϊκή εκπαίδευση,
προσπαθούσαν να υπερβάλουν εαυτόν κατά τις δοκιμαστικές συνεδρίες
και πάγωναν μπροστά στο μικρόφωνο, όταν δεν εύρισκαν αμέσως την
λέξη που έψαχναν.
Η αρμόδια επιτροπή κατέληξε τελικά στην επιλογή των διερμηνέων για την
ταυτόχρονη μετάφραση. Επρόκειτο για τρεις ομάδες από 12 διερμηνείς.
Οι καλύτεροι υποψήφιοι ταυτόχρονοι διερμηνείς, συνήθως είναι άτομα
που έχουν περάσει σημαντικά τμήματα της ζωής τους, στις χώρες της
γλώσσας- στόχου. Τα απολύτως δίγλωσσα άτομα, ειδικά εκείνη την
εποχή, δεν ήταν εύκολο να βρεθούν. Η εμπειρία της διαβίωσης στη χώρα
της γλώσσας -στόχου ήταν πολύτιμη για την απόκτηση των απαραίτητων
δεξιοτήτων στο χειρισμό της γλώσσας, τη γνώση των ιδιωματικών
εκφράσεων και του τεχνικού λεξιλογίου.
Χωρίς τα στοιχεία αυτά, η διερμηνεία δε θα μπορούσε να είναι
αποτελεσματική.
Για τη συγκεκριμένη περίπτωση, κρίθηκε απαραίτητο να υπάρχουν τρεις
ομάδες, με 12 συνολικά διερμηνείς για τις τέσσερις γλώσσες διερμηνείας.
Το μεγάλο γυάλινο κουβούκλιο της αίθουσας του δικαστηρίου χωρίστηκε
σε 4 καμπίνες διερμηνείας, μια για κάθε γλώσσα εργασίας, με 3
διερμηνείς σε κάθε καμπίνα.
Οι προκλήσεις εκτός από τεχνικές ήταν και γλωσσικές, , δεδομένου ότι τα
διάφορα και διαφορετικά χαρακτηριστικά στην απόδοση των γλωσσών
διερμηνείας αντιμετωπίζονταν για πρώτη φορά «ταυτόχρονα» σε
πραγματικό χρόνο. Προκειμένου να γίνει αντιληπτό το είδος των
δυσκολιών παρατίθεται ένα παράδειγμα: στη Γερμανική γλώσσα, το ρήμα
μπαίνει στο τέλος μιας δευτερεύουσας πρότασης, ενώ στην αγγλική
γλώσσα το ρήμα πρέπει να τοποθετείται αμέσως μετά το ουσιαστικό. Αν
ο/η διερμηνέας περιμένει να ακούσει το γερμανικό ρήμα θα καθυστερήσει
στη διερμηνεία, κινδυνεύοντας να χάσει ολόκληρη φράση ή φράσεις.
Πως θα λυθεί αυτό το πρόβλημα; Πολλές φορές, κατά τη διερμηνεία στις
συγκεκριμένες γλώσσες, τα συμφραζόμενα επιτρέπουν στο διερμηνέα να
«πιάσει» σωστά το ρήμα της πρότασης, πριν από την προφορική του
εκφορά. Συχνά όμως, αυτό είναι ανέφικτο και παρακινδυνευμένο. Εξίσου
επικίνδυνο και ανεύθυνο είναι να μαντέψει ο/η διερμηνέας το ρήμα. Πολύ
περισσότερο δε σε μια συνάντηση, όπως η συγκεκριμένη δίκη, όπου
διακυβεύονταν πολλά. Όταν υφίσταται η ανάγκη να κατανοήσει κάποιος
μια γλώσσα την οποία δεν καταλαβαίνει, η διερμηνεία πρέπει να
αποτελέσει τη γέφυρα και πρέπει πάντα να είναι επαγγελματική και
ακριβής, δίχως επικίνδυνες ακροβασίες. Οι τεχνικοί όροι, σε αυτήν την
περίπτωση ήταν διαφόρων ειδών και εκτείνονταν από στρατιωτική και
πολιτική ορολογία, ως θέματα γραφειοκρατίας. Στα σημεία δε, όπου οι
Γερμανοί κατηγορούμενοι ήταν ιατροί που πραγματοποιούσαν ιατρικά
πειράματα στους εσώκλειστους των στρατοπέδων συγκέντρωσης, ήταν
απολύτως απαραίτητη η ιατρική ορολογία
Υπάρχουν επίσης λέξεις σε κάθε γλώσσα που μπορεί να έχουν δυο ή
περισσότερες έννοιες. Η διερμηνεία αυτών των λέξεων πρέπει να γίνεται
σε συνάρτηση με το εκάστοτε πλαίσιο και τα συμφραζόμενα, τα οποία
υποδεικνύουν τη σωστή έννοια. Ένα τέτοιο εγχείρημα γίνεται ιδιαίτερα
δυσχερές, σε περιπτώσεις όπου οι λέξεις αναφέρονται παραθετικά, διότι
χάνεται ο συνειρμός με τα συμφραζόμενα. Και μόνο η εμπειρία του
διερμηνέα μπορεί να φέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Σημαντικό επίσης στοιχείο στην πρώτη εκείνη απόπειρα διενέργειας
ταυτόχρονης διερμηνείας ήταν η έγκαιρη ενημέρωση των διερμηνέων με
τα έγγραφα της δίκης, κάτι το οποίο πολλές φορές δεν ήταν εφικτό. Σε
τέτοιες περιπτώσεις οι διερμηνείς καλούνται να εργαστούν σε συνθήκες
ιδιαίτερης ψυχολογικής πίεσης.
Ένα ακόμα θέμα, το οποίο έπρεπε να αντιμετωπιστεί ήταν η
μαγνητοφώνηση, η επιμέλεια των κειμένων και η έκδοση αντιγράφων στις
γλώσσες εργασίας, μετά το πέρας της διερμηνείας. Ήταν σημαντικό, για
όλους τους παράγοντες της δίκης, να έχουν καθημερινά στη διάθεση τους,
τα αντίγραφα των πρακτικών της διαδικασίας στις τέσσερις γλώσσες, με
βάση τη διερμηνεία, καθώς και όλες τις προφορικές παρεμβάσεις στη
δίκη. Αυτό, κάθε άλλο παρά εύκολο ήταν. Ακολουθήθηκε λοιπόν, μιαδιαδικασία σε τρία στάδια: τα τεκταινόμενα της δίκης καταγράφονταν σε
μαγνητόφωνα της εποχής. Η μαγνητοφώνηση γινόταν με βάση την
πρωτότυπη γλώσσα, που ακουγόταν στην αίθουσα του δικαστηρίου και
όχι τις γλώσσες της διερμηνείας. Υπήρχε μια ομάδα 4 υπαλλήλων του
δικαστηρίου, στενογράφων ή στενοδακτυλογράφων, που άκουγαν τη δίκη
από τα ακουστικά τους στα Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά και Ρωσικά,
καταγράφοντας ο καθένας στη γλώσσα του τα τεκταινόμενα, για 20 λεπτά
της ώρας, ενώ μετά το 20λεπτο αντικαθίσταντο για τα αμέσως επόμενα 20
λεπτά της ώρας, από άλλη τετραμελή ομάδα. Η διαρκής εναλλαγή των
τετραμελών ομάδων συνεχιζόταν καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας. Κάθε
ομάδα, μετά την 20λεπτη παρουσία και καταγραφή στην αίθουσα της
δίκης μετέβαινε στα γραφεία και μετέφερε, τα όσα είχε καταγράψει στη
δική του γλώσσα ο καθένας, σε κανονικό μη στενογραφημένο κείμενο. Οι
διερμηνείς, μετά την εργασία τους στην καμπίνα διερμηνείας, έλεγχαν την
μεταφορά του περιεχομένου της διερμηνείας τους στα κείμενα,
συγκρίνοντας με την μαγνητοφώνηση του πρωτοτύπου από το
μαγνητόφωνο. Αυτός ήταν ο έλεγχος της ακρίβειας και της πιστότητας στη
συγκεκριμένη περίπτωση. Δεν υπήρχε χρόνος για επιμέλεια των κειμένων,
με τον τρόπο που αυτή διενεργείται σήμερα.
Η τεχνολογία στις μέρες μας, έχει πραγματοποιήσει άλματα, ενώ πολλά
από τα χαρακτηριστικά διεξαγωγής της ταυτόχρονης διερμηνείας είναι
πλέον εντελώς διαφορετικά. Αυτό που δεν αλλάζει και δεν πρόκειται να
αλλάξει και το οποίο καθορίζει την επιτυχή έκβαση και το άρτιο
αποτέλεσμα ενός συνεδρίου ή μίας συνάντησης, είναι ο ανθρώπινος
παράγοντας, η σημαντική και διαρκής εκπαίδευση και ο επαγγελματισμός
των διερμηνέων.
SOCIAL MEDIA